- Κλεάρχου
- Κλέαρχοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek
φιλοκλέαρχος — ὁ, Α φίλος τού Κλεάρχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Κλέαρχος] … Dictionary of Greek
Αυλωνίτης, Βασίλης — (1904 1970). Ηθοποιός του μουσικού θεάτρου και του κινηματογράφου. Πρωτοεμφανίστηκε το 1924 στο έργο Ερωτικές γκάφες. Έπαιξε επίσης με τον θίασο Ζάχου Θάνου στο Κορίτσι της γειτονιάς και σημείωσε μεγάλη επιτυχία με το νούμερο Εσπεράντο στην… … Dictionary of Greek
Ξενίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχηγός μισθοφόρων στην υπηρεσία του Κύρου του Νεότερου, από την Αρκαδία. Είχε συνοδεύσει τον Κύρο ως αρχηγός της σωματοφυλακής του στο ταξίδι του στα Σούστα το 405 π.Χ., όταν εκείνος πήγε να επισκεφτεί τον άρρωστο… … Dictionary of Greek
Συννοών — Αρχαίος Έλληνας γλύπτης από την Αίγινα. Έζησε τον 5o αι. π.Χ. και ήταν μαθητής, του Κλέαρχου από τη Σικυώνα. Ως γλύπτης ανήκει στη Σικυώνια σχολή. Έργα του δε διασώθηκαν … Dictionary of Greek